ὁρμιστηρία

ὁρμιστηρία
ὁρμιστηρίᾱ , ὁρμιστηρία
cord
fem nom/voc/acc dual
ὁρμιστηρίᾱ , ὁρμιστηρία
cord
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορμιστηρία — ὁρμιστηρία, ἡ (Α) αλυσίδα ή σχοινί με το οποίο προσδένεται ή από το οποίο εξαρτάται ένα αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁρμιστήρ (< ὁρμίζω < ὅρμος [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • ὁρμιστηρίας — ὁρμιστηρίᾱς , ὁρμιστηρία cord fem acc pl ὁρμιστηρίᾱς , ὁρμιστηρία cord fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμιστηρίαι — ὁρμιστηρίᾱͅ , ὁρμιστηρία cord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”